Δευτέρα 7 Μαΐου 2012

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟ


Η χερσόνησος του Άθω είχε ερημωθεί κατά την ύστερη αρχαιότητα και έμεινε ακατοίκητη όλο τον 7ο και τον 8ο αιώνα. Ούτε βοσκοί, φαίνεται, να είχαν εγκατασταθεί σ' αυτήν, προφανώς λόγω του μεγάλου μήκους και της απόστασης που τη χωρίζει από τις κατοικημένες περιοχές. Πλησιέστερη οχυρωμένη πόλη ήταν η Ιερισσός, που δοκίμαζε κι αυτή δημογραφικά προβλήματα, εφόσον δέχθηκε τον 10ο αιώνα ξένους εποίκους.
Οι πρώτοι ερημίτες εγκαταστάθηκαν στο Όρος γύρω στο 800. Oι τοπικές παραδόσεις που αναφέρονται σε μοναστήρια τα οποία ιδρύθηκαν σε παλιότερες εποχές (ως και τον 4ο αιώνα) δεν έχουν ιστορική βάση. Εμφανίζονται κυρίως τον 16ο αιώνα, και οφείλονται σε μοναχούς, που νόμιζαν πως έτσι δόξαζαν τη μονή μετανοίας τους, σε μια εποχή που η πτώση του μορφωτικού επιπέδου λιγόστευε τις πιθανότητες ελέγχου. Ο αριθμός των ασκητών φαίνεται πως αυξήθηκε αρκετά γρήγορα. Σύμφωνα με τον ιστορικό Γενέσιο, που έγραφε τον 10ο αιώνα, μοναχοί από τον Άθω, και από άλλα μεγάλα μοναστικά κέντρα της αυτοκρατορίας, ήλθαν το 843 στην Κωνσταντινούπολη για να εορτάσουν την αποκατάσταση της λατρείας των εικόνων. Άρα υπήρχε ήδη εκεί ένα μοναστικό κέντρο αρκετά σημαντικό και γνωστό ώστε να συμμετέχει με επίσημη αντιπροσωπεία σε σημαντικές εκδηλώσεις της εκκλησίας. Τον 9ο αιώνα έζησαν και οι αρχαιότεροι αθωνίτες άγιοι που μας είναι γνωστοί, όπως ο αυστηρός ασκητής Πέτρος ο Αθωνίτης και ο άγιος Ευθύμιος ο νέος. Ο τελευταίος προερχόταν από τη μεγάλη μοναστική κοινότητα του Βιθυνικού Ολύμπου. Η μετακίνησή του μαρτυρεί πως ο Άθως είχε ήδη αποκτήσει σημαντική φήμη, ακόμη και στα άλλα μεγάλα και παλαιά μοναστικά κέντρα της αυτοκρατορίας.
Στον Άθω αποσύρονταν κυρίως ερημίτες και ασκητές, που ζούσαν ολομόναχοι ή σε μικρές ομάδες. Προέρχονταν κυρίως από τις γειτονικές περιοχές, από τη Θεσσαλονίκη ως την Καβάλα. Με τη σκληρή άσκηση αντιστέκονταν στους πειρασμούς του σώματος. Εξαντλητική νηστεία, κακουχίες στη ζέστη και στο κρύο, συνεχής προσευχή. Ορισμένοι μοναχοί έβλεπαν και οράματα, ενίοτε προφητικά. Και φυσικά οι Αθωνίτες συγκέντρωσαν τον θαυμασμό όλων των κατοίκων της Χαλκιδικής. Ζούσαν σε απόλυτη ησυχία, κοντά στη φύση με ελάχιστες παρεμβάσεις και ελάχιστες απαιτήσεις.
Αντιστέκονταν επίσης και στην εισαγωγή του οργανωμένου μοναχισμού. Τα πρώτα κοινόβια ιδρύθηκαν, ενίοτε από τέως Αθωνίτες, έξω από το Όρος, στη Χαλκιδική, κοντά σε κατοικημένες περιοχές. Η αντιπάθεια των πρώιμων Αθωνιτών για το κοινοβιακό σύστημα φαίνεται και από το ότι στον βίο του Πέτρου του Αθωνίτη, η προπαγάνδα για τον κοινοβιακό μοναχισμό αποδίδεται στον ίδιο τον διάβολο. Και η απόπειρα εισαγωγής στο Όρος του στουδιτικού κοινοβίου από τον άγιο Βλάσιο τον εξ Αμορίου γύρω στο έτος 900 απέτυχε.
Το πρώτο γνωστό προνόμιο των Αθωνιτών ανάγεται στο έτος 883. Παραχωρήθηκε από τον αυτοκράτορα Βασίλειο Α΄ και αποσκοπούσε να προστατεύσει τους Αθωνίτες και το κοινόβιο του Κολοβού στην Ιερισσό από τους κρατικούς υπαλλήλους και από τους χωρικούς συμπεριλαμβανομένων και των βοσκών, στους οποίους απαγορεύτηκε να φέρουν τα ποίμνιά τους στη χερσόνησο. Ο αυτοκράτορας ενδιαφέρθηκε να προστατεύσει την ησυχία των μοναχών, που διατηρούσαν στενές σχέσεις μεταξύ τους και με αυτούς που ζούσαν έξω από το Όρος. Το 908 όμως, οι Αθωνίτες αναγκάσθηκαν να ζητήσουν την προστασία του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ επειδή οι μοναχοί του Κολοβού διεκδικούσαν και τη μοναστική χερσόνησο. Πρώτη φορά γύρω στο 941-942, ο Ρωμανός Α΄ Λακαπηνός παραχώρησε μια ετήσια επιχορήγηση ενός χρυσού νομίσματος για κάθε αθωνίτη μοναχό, όπως αυτό γινόταν και στα άλλα μεγάλα μοναστικά κέντρα της αυτοκρατορίας, στον Όλυμπο της Βιθυνίας, στο όρος του Κυμινά και στο όρος του Λάτρου. Με τον τρόπο αυτό, οι μοναχοί έμπαιναν στην αμειβόμενη υπηρεσία του κράτους και προσεύχονταν και για τον βασιλιά και για τον στρατό, κυρίως εν όψει εκστρατειών.
Στο μεταξύ το Όρος είχε αποκτήσει τους κύριους τοπικούς θεσμούς του και τους εσωτερικούς κανονισμούς λειτουργίας του. Ο Πρώτος, κυβερνήτης και εκπρόσωπος προς τα έξω της μοναστικής πολιτείας, μαρτυρείται ήδη το 908. Διοριζόταν, ως το 1312, από τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Εμφανίζονται και οι άλλοι αξιωματούχοι του Πρωτάτου στις Καρυές, όπως ο οικονόμος, ο εκκλησιάρχης (972) και ο επιτηρητής (1049). Μαρτυρούνται οι τρεις τακτικές συνάξεις (Χριστούγεννα, Πάσχα και Δεκαπενταύγουστο) στις Καρυές, στις οποίες οι εκπρόσωποι όλων των καθιδρυμάτων, μικρών και ακόμη πιο μικρών, συσκέπτονται και αποφασίζουν για τα κοινά. Τότε εμφανίζονται και τα πρώτα κάπως σημαντικότερα μοναστηράκια, όπως η Μονή του Κλήμεντος (που αργότερα θα καταληφθεί από τους Ίβηρες μοναχούς) και η Μονή Ξηροποτάμου.
Λίγο αργότερα πραγματοποιήθηκε μια μεγάλη αλλαγή με τον Αθανάσιο τον Αθωνίτη. Τραπεζούντιος, καθηγητής στην Κωνσταντινούπολη, πήγε στο Όρος ως ερημίτης πιθανότατα το 957. Ακολούθησε τον φίλο του Νικηφόρο Φωκά στην εκστρατεία της Κρήτης το 960-961, και όταν κατελήφθη ο Χάνδακας, πήρε μέρος από τα λάφυρα για να ιδρύσει μια καινούργια Λαύρα, δηλαδή ένα μικρό κοινόβιο. Όταν όμως ο Νικηφόρος Φωκάς έγινε αυτοκράτορας, η Λαύρα έγινε βασιλική μονή για 80 περίπου μοναχούς, και προικίσθηκε με πλουσιοπάροχες ετήσιες επιχορηγήσεις σε χρήμα και σε τρόφιμα, και με κτήματα απαλλαγμένα από τη φορολογία. Η Μεγίστη Λαύρα, όπως ονομάσθηκε αμέσως, διέφερε ριζικά από όλα τα μέχρι τότε καθιδρύματα του Όρους και σε μια πρώτη φάση προκάλεσε την αντίδραση των παραδοσιακών ερημιτών. Ένα μεγάλο, πολυάνθρωπο και πλούσιο κοινόβιο, με το μεγάλο του εργοτάξιο, με το ιδιόκτητο πλοίο του, τάρασσε την ησυχία και ήταν απόλυτα αντίθετο προς την ως τότε ζωή και τις συνήθειες των αναχωρητών, επειδή, κατ' αυτούς, μεταποιούσε το Όρος εις κόσμον. Με τον άγιο Παύλο τον Ξηροποταμινό επικεφαλής τους, διαμαρτυρήθηκαν στον αυτοκράτορα χωρίς αποτέλεσμα. Όταν δολοφονήθηκε ο Φωκάς, πλησίασαν τον διάδοχο και αντίπαλό του Ιωάννη Τσιμισκή, ο οποίος όμως ανέθεσε τη ρύθμιση της διαφοράς σε ένα σεβάσμιο Στουδίτη μοναχό, τον Ευθύμιο, που ήταν κοινοβιάτης. Ο Ευθύμιος συνέταξε και ο αυτοκράτορας υπέγραψε το 972 τον περίφημο Τράγο, το πρώτο Τυπικό του Αγίου Όρους, στο οποίο αναγνωρίζονται οι ειδικές ανάγκες της Λαύρας και νομοθετείται ένα καθεστώς συνύπαρξης του παραδοσιακού αναχωρητικού και του νέου κοινοβιακού συστήματος. Επίσης καθορίζονται οι εξουσίες του Πρώτου, ο οποίος έχει και την επίβλεψη των ποινών που επιβάλλουν οι ηγούμενοι και έχει αποφασιστική γνώμη για την αποδοχή ξένων μοναχών στο Όρος. Καθορίζονται οι εξουσίες των ηγουμένων, που είναι και πνευματικοί πατέρες των μοναχών. Η κατ' ιδίαν άσκηση επιτρέπεται μόνο σε πεπειραμένους μοναχούς και απαιτείται μια κάποια πειθαρχία κι απ' αυτούς (π.χ. τους απαγορεύεται να περιπλανώνται). Καθορίζονται και περιορίζονται οι οικονομικές και κοινονικές σχέσεις ερημιτών και μοναχών, μοναχών και κοσμικών. Απαγορεύονται οι αγγαρείες και επιβάλλεται πειθαρχία στις σχέσεις μοναχών: όποιος είναι φίλερις, αποπέμπεται. Περιορίζεται δραστικά η κατοχή βοοειδών από τις Μονές: μόνο η Μεγίστη Λαύρα, εξαιτίας του μεγάλου αριθμού των μοναχών, δικαιούται να έχει ένα ζευγάρι (για το ζύμωμα του Ψωμιού). Καθορίζονται τα καθήκοντα του οικονόμου του Όρους. Όπως βλέπουμε το 972, η Λαύρα ήταν το μόνο μεγάλο κοινόβιο στο Όρος. Τότε θα είχε καμιά ογδονταριά μοναχούς. Αλλά αναπτυσσόταν γρήγορα. Τον 11ο αιώνα θα φθάσει τους επτακόσιους.
Το δεύτερο σημαντικό κοινόβιο ήταν η Μονή Ιβήρων, που ιδρύθηκε κι αυτή με αυτοκρατορική δωρεά. Αρχικά, μερικοί Ίβηρες (Γεωργιανοί) αριστοκράτες μόνασαν στη Λαύρα του Αθανασίου (περί το 963). Το 978-979, ένας απ' αυτούς, ο Ιωάννης Τορνίκιος, συμπαραστάθηκε αποφασιστικά και με επιτυχία στον Βασίλειο Β΄ κατά την αντιμετώπιση της επανάστασης του Βάρδα Σκληρού, και επέστρεψε στο Όρος φορτωμένος με λεία πολέμου. Ο ευγνώμων Βασίλειος Β΄ του παραχώρησε επίσης πολλά προνόμια, κτήματα, φοροαπαλαγές, επιχορηγήσεις και του επέτρεψε να ιδρύσει τη Μονή Ιβήρων, μεγάλο κοινόβιο, κι αυτό με δικό του πλοίο. Οι διαμαρτυρίες των παραδοσιακών αγιορειτών έμειναν πάλι χωρίς αποτέλεσμα.
Το τρίτο μεγάλο κοινόβιο, το Βατοπέδι, δημιουργήθηκε χάρη σε εσωτερική εξέλιξη και όχι από αυτοκρατορική δωρεά. Ένα μικρό μοναστηράκι με αυτό το όνομα αναφέρεται για πρώτη φορά το 985. Φαίνεται πως είχε ιδρυθεί πρόσφατα από τον ηγούμενό του Νικόλαο, αριστοκράτη από την Αδριανούπολη. Ένας άλλος Αδριανουπολίτης αριστοκράτης, ο ηγούμενος Αθανάσιος (1020-1048), πέτυχε τη μεγάλη αλλαγή. Στα χρόνια του το Βατοπέδι, με μερικές εκατοντάδες μοναχούς, ανέβηκε στην τρίτη θέση της αθωνικής ιεραρχίας, κι αυτό πριν να προσελκύσει την πρώτη του αυτοκρατορική δωρεά.
Στη συνέχεια, το κοινοβιακό σύστημα εξαπλώθηκε σημαντικά στο Όρος. Πολλά από τα παλιά ερημητήρια, καθώς προσέλκυαν περισσότερους μοναχούς υιοθετούσαν το πρότυπο του οργανωμένου μοναχισμού. Οι ερημίτες και οι αναχωρητές παρέμειναν βέβαια, αλλά η εξουσία τους μειωνόταν. Το νέο καθεστώς επικυρώθηκε το 1045, όταν ο Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος εξέδωσε το δεύτερο Τυπικό της αθωνικής μοναστικής πολιτείας, για την οποία χρησιμοποιεί πια επίσημα το όνομα  ΄΄ Άγιον Όρος΄΄, το οποίο χρησιμοποιούνταν ανεπίσημα από το 985 και το οποίο θα επικρατήσει κατά τους επόμενους αιώνες. Η επιρροή και η ακτινοβολία των αγιορειτών σε ολόκληρη την αυτοκρατορία, βασισμένη και στην αξιόλογη οικονομική ισχύ των μοναστηριών, ήταν τότε τεράστια.
Το Τυπικό του Μονομάχου όμως επιδίωξε να περιορίσει, ή μάλλον να ρυθμίσει τις οικονομικές δραστηριότητες των μοναστηριών: απαγόρευσε στα πλοία να εμπορεύονται στην Κωνσταντινούπολη και τους επέτρεψε μόνο να πωλούν τα αγροτικά περισσεύματα σε μια ακτίνα που δεν ξεπερνά την Θεσσαλονίκη και την Αίνο. Επανέρχεται το θέμα των ζώων που παραμένουν στο Όρος, ιδιαίτερα στη Λαύρα. Της επιτρέπουν όμως να έχει τέσσερα ζευγάρια για το ζύμωμα του ψωμιού των 700 μοναχών, ενώ το Βατοπέδι (που ήταν προφανώς επίσης πολυάριθμο) θα έχει μόνο ένα ζευγάρι. Νέοι κανονισμοί για τη διαχείριση των κτημάτων του Πρωτάτου και για τη συμμετοχή των ηγουμένων και των συνοδών τους στις συνεδριάσεις των Καρυών. Αναγνωρίζεται ως ύψιστη δικαστική αρχή μέσα στο Όρος, οι συνάξεις των Καρυών υπό την προεδρία του Πρώτου.
Η γρήγορη και θεαματική άνοδος του κοινού των αθωνιτών μοναχών, που θα γίνει ακόμη θεαματικότερη κατά τους επόμενους αιώνες, δεν είναι απλό αποτέλεσμα αυτοκρατορικής εύνοιας – τέτοια εύνοια υπήρξε αναμφίβολα και για άλλες μοναστικές κοινότητες – αλλά οφείλεται και σε αντικειμενικούς παράγοντες. Η χερσόνησος του Άθω, συγκρινόμενη προς τα άλλα ΄΄ Άγια Όρη΄΄ της μεταβυζαντινής εποχής, παρουσίαζε το πλεονέκτημα ότι εξασφάλιζε για τους κατοίκους της άμεση πρόσβαση στη θάλασσα και στις επικοινωνίες με τον κόσμο ολόκληρο, με τρόπο όμως που μπορούσε να ελεγχθεί εύκολα και αποτελεσματικά από τις μοναστικές αρχές. Τα μοναστήρια του Αγίου Όρους, την εποχή ακριβώς που άρχισαν να αναπτύσσονται, μπόρεσαν να επωφεληθούν από τη γενική άνθιση των θαλάσσιων επικοινωνιών, που προαναγγέλλουν την αρχή του τέλους του μεσαίωνα. Αυτό και εξηγεί τις προσπάθειες του αυτοκράτορα να περιορίσει τις εμπορικές δραστηριότητες των μοναστικών πλοίων.
Από αυτή την άποψη ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός πως το Όρος αναπτύχθηκε όταν, με την απώθηση των Αράβων από την Κρήτη και την ανακατάληψή της από τους βυζαντινούς, αποκαταστάθηκε μια σχετική ασφάλεια στις θάλασσες, κι έτσι πολλά μοναστήρια χτίσθηκαν στην παραλία. Η ασφάλεια των θαλασσών θα διαταραχθεί τον 14ο αιώνα, αλλά για σύντομο χρονικό διάστημα και με μικρές πραγματικές επιπτώσεις.
Επιπλέον το Όρος δεν αντιμετώπισε ουσιαστικά σχεδόν ποτέ απειλή από ξηράς, δεδομένου ότι περιβαλλόταν από ορθόδοξους Χριστιανούς, που έτρεφαν βαθύτατο σεβασμό για τη μοναστική κοινότητα. Αντίθετα, τα άλλα ΄΄ Άγια Όρη΄΄ της Μικράς Ασίας βρέθηκαν εκτεθειμένα, μετά το 1071, στις επιθέσεις των Τούρκων και ερημώθηκαν επανειλημμένα.
Άλλωστε, από τη φύση της, μια μοναστική χερσόνησος μεγάλων διαστάσεων παρουσίαζε σημαντικές δυνατότητες ανάπτυξης. Ήταν φυσιολογικά αποκομμένη από κάθε κατοικημένο χώρο και το άβατον μπορούσε να ελεγχθεί εύκολα. Μόνο ημινομάδες βοσκοί μπορούσαν να παραβιάσουν το άβατον και αυτό συνέβη σπάνια. Στο εσωτερικό της μπορούσαν να αναπτυχθούν πολλά μοναστήρια και αναρίθμητα ερημητήρια χωρίς ποτέ να πλησιάσουν κοσμικούς συνοικισμούς, σαν κι αυτούς που περιέβαλλαν και περιόριζαν άλλες μοναστικές κοινότητες.
Προστατευμένο από ξηράς και ανοικτό προς τη θάλασσα, το Άγιο Όρος γρήγορα κατοικήθηκε από μοναχούς πολλών και διαφόρων εθνοτήτων και προελεύσεων. Τον 10ο αιώνα αναφέρονται τα μοναστήρια των Ιβήρων, των Αμαλφηνών (από το Amalfi της Ιταλίας), του Χάλδου (από τον Ανατολικό Πόντο), του Παφλαγόνος, του Σικελού. Το 1016 αναφέρεται ένα μοναστηράκι του Ρώσου, το 1033 ένα άλλο του Ζελιάνου, ο ιδρυτής του οποίου ήταν αναμφίβολα Σλάβος. Τα μεγάλα όμως καθιδρύματα, που συγκέντρωναν επίσημα μη βυζαντινούς μοναχούς, θα εμφανισθούν αργότερα. Το ρωσικό μοναστήρι φαίνεται πως δημιουργήθηκε πριν από το 1142. Η Μονή Χελανδαρίου θα παραχωρηθεί στους Σέρβους το 1198 και η Μονή Ζωγράφου στους Βούλγαρους τον 13ο αιώνα, μετά τη δημιουργία του δεύτερου βουλγαρικού κράτους.
Ενώ οι Μικρασιατικές μοναστικές κοινότητες εξαφανίζονταν η μία μετά την άλλη, το Όρος αποκτούσε όλο και πιο διορθόδοξο χαρακτήρα και απεριόριστο κύρος στη χριστιανική Ανατολή. Τα κοινόβια ανθούσαν, η έγγεια περιουσία τους αυξανόταν συνεχώς και ταυτόχρονα αυξανόταν η επιρροή τους, ενώ η παράδοση των ασκητών ερημιτών εξακολούθησε να παραμένει ολοζώντανη και να προκαλεί τον αμέριστο θαυμασμό όλων των ορθοδόξων.
Με την Τέταρτη Σταυροφορία, το Άγιον Όρος κατελήφθη πρόσκαιρα από τους Λατίνους, οι οποίοι όμως γρήγορα αποχώρησαν, αφήνοντας στους μοναχούς, όπως και σε όλους τους Βυζαντινούς, πικρία και οργή. Οι σχέσεις των Αθωνιτών με την εκκλησία της Ρώμης θα είναι εις το εξής εχθρικές, ιδιαίτερα μάλιστα όταν ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος θα προσπαθήσει, για λόγους εξωτερικής πολιτικής, να επιβάλει στην Ανατολή την Ένωση των Εκκλησιών που υπογράφηκε στη Λυών (1274). Η εικόνα των Λατίνων χειροτέρεψε ακόμη περισσότερο όταν η Καταλανική κομπανία (1307-1309) εγκαταστάθηκε στην Ανατολική Μακεδονία και λεηλάτησε τα μοναστήρια και τις περιουσίες τους. Η κρίση όμως πέρασε και οι μοναστηριακές περιουσίες γνώρισαν στη συνέχεια αξιοσημείωτη αύξηση, χάρη σε δωρεές που η αδύναμη κεντρική διοίκηση και οι ευσεβείς ιδιώτες δεν μπορούσαν να αρνηθούν. Αυτά συμπίπτουν με μια σημαντική δημογραφική και οικονομική άνθιση στη Μακεδονία, που χαρακτηρίζει το πρώτο μισό του 14ου αιώνα.
Στη συνέχεια τα πράγματα χάλασαν. Πρώτα ήλθαν οι πειρατικές επιδρομές των εμιράτων του Aydin και του Menteshe από τη Δυτική Μικρά Ασία που προκάλεσαν καταστροφές και μια κάποια φυγή προς τα Δυτικά των μοναχών που αναζητούσαν ασφάλεια. Κατόπιν ήλθε ο εμφύλιος πόλεμος των ετών 1341-1347, κατά τη διάρκεια του οποίου η Μακεδονία και η Θράκη ερημώθηκαν σημαντικά από τους Τούρκους, συμμάχους κυρίως του Ιωάννη Κατακουζηνού. Κατόπιν ήλθαν οι Σέρβοι με τον Στέφανο Δουσάν, που κατέλαβε τις Σέρρες το1345 και στέφθηκε αυτοκράτορας. Η κεντρική διοίκηση του Όρους πέρασε στους Σέρβους, που μοίρασαν απλόχερα την έγγεια περιουσία του Πρωτάτου, προκάλεσαν όμως την αντίδραση των Βυζαντινών και ιδιαίτερα του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Με μια σύντομη διακοπή, η Σερβοκρατία στο Όρος κράτησε ως το 1371.
Η επάνοδος των Βυζαντινών στην Ανατολική Μακεδονία ήταν βραχυχρόνια, και συνδυάστηκε με μια απόπειρα του κράτους να αποσπάσει μέρος από τα εισοδήματα των μονών για να δημιουργήσει στρατό εναντίον των Τούρκων. Τα μέτρα αυτά δεν σταμάτησαν την ασυγκράτητη εξάπλωση των Οθωμανών, που πήραν τις Σέρρες το 1383 και αμέσως κατόπιν το Άγιον Όρος. Οι Αγιορείτες όμως αντιμετώπισαν την οθωμανική εξάπλωση στην Ευρώπη με προνοητικότητα και σύνεση. Διδαγμένοι από τα παθήματα των μοναστηριών της Μικράς Ασίας, που είχαν ουσιαστικά διαλυθεί τον 14ο αιώνα, και από όσα οι ίδιοι υπέφεραν από τις ναυτικές επιδρομές των τουρκικών εμιράτων, πλησίασαν τον Οθωμανό σουλτάνο πριν ο ίδιος περάσει στην Ευρώπη, και εξασφάλισαν την προστασία των μονών και των περιουσιών τους. Έτσι δεν βλάφτηκαν κατά την οθωμανική κατάκτηση.
Αντίθετα, κατόρθωσαν να μεγαλώσουν την περιουσία τους. Επειδή ήσαν ιδρύματα εξασφαλισμένα από τους Τούρκους, χρησιμοποιήθηκαν επίσης ως ασφαλή θησαυροφυλάκια από πλουσίους, που εναπέθεταν εκεί τους θησαυρούς τους για φύλαξη. Δέχονταν επίσης πολλές δωρεές. Τέλος, την εποχή αυτή αναπτύχθηκε ο θεσμός των αδελφάτων: το μοναστήρι εισέπραττε από έναν κοσμικό 100 υπέρπυρα νομίσματα ή ένα κτήμα, και σε αντάλλαγμα του εγγυόταν για την υπόλοιπη ζωή του μια ετήσια επιχορήγηση εις είδος (ορισμένες ποσότητες σιταριού, λαδιού, κρασιού, τυριού και οσπρίων, οι οποίες αντιστοιχούσαν στη μερίδα ενός αδελφού της μονής), ακόμη κι αν αυτός παρέμενε κοσμικός και δεν ερχόταν ποτέ στο μοναστήρι. Εκμεταλλευόμενα την αξιοπιστία τους, τα μοναστήρια είχαν ένα επικερδή τρόπο για να διαθέτουν (υπό μορφή μιας ΄΄σύνταξης΄΄ εις είδος) το περίσσευμα της αγροτικής τους παραγωγής.
Το σύστημα των αδελφάτων δείχνει καθαρά πόσο η ιδιορρυθμία είχε κερδίσει έδαφος στο Όρος. Ακόμη και μέσα στα κοινόβια παρουσιάζεται η δυνατότητα για ορισμένους μοναχούς να έχουν περιουσία ή και να διατηρούν την περιουσία τους, καθώς επίσης και να γευματίζουν χωριστά μέσα στο διμέρισμά τους. Αυτά βέβαια βασίζονται στο υπόδειγμα διαβίωσης των ερημιτών που εξαρτιόνταν από τα μεγάλα μοναστήρια και φυσικά έπαιρναν χωριστά τα τρόφιμά τους, και ανάγονται στον προκοινοβιακό μοναχισμό, στην πανάρχαια αυτή παράδοση του Άθω. Τον 14ο και 15ο αιώνα όμως, μετά την επικράτηση του κοινοβιακού συστήματος, η ιδιορρυθμία μέσα στα κοινόβια αποτελούσε μεγάλη καινοτομία.
Με τον 14ο αιώνα, ουσιώδεις αλλαγές πραγματοποιούνται στο Άγιον Όρος. Πρώτα στον διοικητικό τομέα. Το 1312 για πρώτη φορά νομοθετείται πως ο Πρώτος του Όρους θα έπρεπε να πάρει τη ΄΄σφραγίδα΄΄ (δηλαδή την επικύρωση της εκλογής του) από τον Πατριάρχη. Με άλλα λόγια, η πνευματική εξουσία του Πατριάρχη, που και παλιότερα αναζητιόταν από τους Αθωνίτες όταν εμφανίζονταν προβλήματα, επισημοποιήθηκε. Αυτό βέβαια δεν σήμαινε πως τα άλλα προνόμια του Αγίου Όρους, και ιδιαίτερα η εξάρτησή του από τον ίδιο τον αυτοκράτορα καταργήθηκαν. Κάθε άλλο. Απλώς ο Πατριάρχης απέκτησε μια καινούργια εξουσία, που θα του επιτρέψει αργότερα, όταν το Όρος θα βρεθεί υπό μη βυζαντινή κατοχή, και ιδιαίτερα την εποχή της Σερβοκρατίας, να ασκήσει πιέσεις στις αρχές της μοναστικής κοινότητας.
Από την άλλη πλευρά, πολλά νέα μοναστήρια ιδρύθηκαν και η χερσόνησος απέκτησε έντονα διορθόδοξο και κοσμοπολίτικο χαρακτήρα. Οι Μονές Παντοκράτορος, Κασταμονίτου, Γρηγορίου, Σίμωνος Πέτρας, Διονυσίου, Αγίου Παύλου, Κουτλουμουσίου ιδρύθηκαν ή επανιδρύθηκαν στο δεύτερο μισό του 14ου ή στις αρχές του 15ου αιώνα, όχι όμως με δωρεές των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου, αλλά με δωρεές τοπικών αρχόντων ή ξένων ηγεμόνων. Η θέση του Αγίου Όρους στη διεθνή κοινότητα των ορθοδόξων ήταν αξιοζήλευτη. Ολοκάθαρα υποστηριζόταν πως κάθε ηγεμόνας είχε υποχρέωση να χρηματοδοτήσει μια αγιορείτικη μονή για να εξασφαλίσει ωφελήματα για την ψυχή του αλλά και ένα μοναστήρι ανοιχτό για τους κατοίκους της επικράτειάς του. Το Άγιον Όρος έχει πλέον καθαρά διορθόδοξο χαρακτήρα, που αναγνωρίζεται και στο πολιτικό επίπεδο. Επιπλέον, μερικοί τουλάχιστον από τους νέους αυτούς κατοίκους του Όρους, αντιμετωπίζουν με δυσκολία την παραδοσιακή διαβίωση, και προωθούν την αναθεώρηση των αυστηρών κανόνων του 10ου και του 11ου αιώνα. Όπως είναι φυσικό, ο αριθμός των μη ελληνοφώνων μοναχών αυξάνεται θεαματικά, ιδίως μετά την οθωμανική κατάκτηση.
Αυτή επήλθε σε δύο φάσεις. Η πρώτη τουρκοκρατία, που άρχισε το 1383, τελείωσε όταν το 1402 ο σουλτάνος Βαγιαζίτ Α΄ συνετρίβη στην Άγκυρα από τον Ταμερλάνο. Τον επόμενο χρόνο ο γιός και διάδοχός του Σουλεϊμάν υπέγραψε συνθήκες με τους Βυζαντινούς, στους οποίους επέστρεψε την περιοχή της Θεσσαλονίκης μαζί με το Άγιον Όρος. Η αυτοκρατορία προσπάθησε με τη σειρά της να ενισχύσει τα μοναστήρια και, διατηρώντας το οθωμανικό φορολογικό καθεστώς, τους έκανε μερικές νέες αλλά μικρές, πιά, παραχωρήσεις κτημάτων και εισοδημάτων.
Στο μεταξύ όμως είχαν παρουσιασθεί προβλήματα στις σχέσεις μεταξύ των Αθωνιτών. Τα παλιά τυπικά δεν εφαρόζονταν πια στα πράγματα κι αυτό δημιουργούσε αντιδικίες. Μια απόπειρα συμβιβασμού απέτυχε και έτσι ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος παρενέβη με το χρυσόβουλλο τυπικό που εξέδωσε τον Ιούνιο του 1406, το οποίο βασίζεται στην πρακτική που είχε κατά παράδοση επικρατήσει στη Λαύρα. Ασχολείται κυρίως με την εσωτερική οργάνωση των μοναστηριών, και προσπαθεί να περιορίσει τις υπερβολές στην καταπάτηση των κανόνων του κοινοβίου. Ιδιαίτερα στρέφεται εναντίον της διατήρησης προσωπικής περιουσίας από τους μοναχούς.
Το βυζαντινό καθεστώς δεν επέζησε για πολύ, καθώς η πίεση των Οθωμανών εντεινόταν. Γρήγορα το Όρος απομονώθηκε από τη Θεσσαλονίκη και, τελικά, το 1424, αντιπροσωπεία μοναχών, με τη σύμφωνη γνώμη του δεσπότη Ανδρονίκου Παλαιολόγου προσκύνησε τον σουλτάνο Μουράτ στην Ανδριανούπολη. Έτσι άρχισε η δεύτερη τουρκοκρατία του Όρους. Οι σχέσεις με την Κωνσταντινούπολη παρέμειναν όμως ζωντανές, όσο αυτή παρέμενε Βυζαντινή. Όταν προετοιμαζόταν η σύνοδος της Φλωρεντίας, ο αυτοκράτορας έστειλε στο Όρος αποστολή για να δανεισθεί βιβλία που δεν βρίσκονταν πια στην Κωνσταντινούπολη και αντιπροσωπεία Αθωνιτών έλαβε τελικά μέρος στη βυζαντινή αποστολή στην Ιταλία.
Τη δύσκολη αυτή εποχή, στον Άθω, κέντρο πανορθόδοξο, δοκιμάζονται οι νέες ιδέες και οι νέες ιδεολογίες. Υπερασπιστές της Ανατολικής παράδοσης, οι Αγιορείτες γνώρισαν πολλά ρεύματα, τελικά όμως υιοθέτησαν τον Ησυχασμό, μια θεωρία που δίχαζε την Βυζαντινή κοινωνία κατά τον 14ο αιώνα. Η μυστικιστική αυτή πρακτική, που ξαναήλθε στην επιφάνεια χάρη στον μοναχό Γρηγόριο Σιναϊτη, επιζητούσε την άμεση επαφή του πιστού με το θείο δια της προσευχής και ορισμένων ασκήσεων. Η επαφή αυτή διαπιστωνόταν με την εμφάνιση θείου φωτός, παρόμοιου με εκείνο που οι μαθητές είδαν στο Όρος Θαβώρ. Ορισμένοι δέχθηκαν τον Ησυχασμό με φανατισμό, άλλοι αντέδρασαν βίαια, εξαιτίας κυρίως απλοΙκών υπερβολών, στις οποίες προέβαιναν μερικοί ζηλωτές. Ο Ησυχασμός στατολογούσε τους οπαδούς του στη Ανατολή και τους αντιπαρέτασσε σε οτιδήποτε προερχόταν από τη Δύση. Υποστηρίχθηκε κι από τους Βυζαντινούς αριστοκράτες και τελικά επικράτησε σε τρεις συνόδους (1341, 1347, 1351). Ο Γρηγόριος Παλαμάς, παλιός αγιορείτης, αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης και υπερασπιστής του Ησυχασμού ανακηρύχθηκε άγιος, όπως και πολλοί άλλοι ηγέτες των ησυχαστών (ο Γερμανός ο Αγιορείτης, ο Σάββας, ο Μακάριος Μακρής). Στη συγκυρία αυτή, το Όρος απόκτησε μαχητικό χαρακτήρα υπέρ της ορθόδοξης πίστης και ταυτόχρονα ανυπολόγιστη ακτινοβολία.
Μολονότι τουρκοκρατούμενο, το Όρος εξακολουθούσε να αποτελεί το μεγαλύτερο πνευματικό κέντρο της ορθοδοξίας, η οποία κι αυτή τουρκοκρατούνταν πιά στο μεγαλύτερο μέρος της.  
 
Νικόλαος Οικονομίδης, 
Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, 
Δ/ντής Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών  
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ "ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ" 
Θεσσαλονίκη 1997