Δευτέρα 7 Μαΐου 2012

ΠΑΝΣΛΑΒΙΣΜΟΣ – ΔΙΕΘΝΟΠΟΙΗΣΗ


Ενώ, για το Άγιο Όρος, έκλεινε οριστικά η τελευταία σελίδα της τούρκικης κυριαρχίας, άνοιγε, μαζί με την απελευθέρωση, εκείνη της διεθνοποίησης. Η απαίτηση για διεθνοποίηση του Όρους ήταν μια από τις εξελικτικές φάσεις της επεκτατικής πολιτικής του πανσλαβισμού στο Αρχιπέλαγος. Ας δούμε κάποιες πτυχές αυτής της πολιτικής στο Όρος.
Λίγα χρόνια μετά την αποχώρηση των τούρκικων στρατευμάτων (1830) αρχίζει και η εισέλευση πλήθους Ρώσων μοναχών στον Άθω με μια αφύσικη μεγέθυνση. Η εισέλευση εκείνη οφεολόταν σε πολλά αίτια: Πρώτο, στην εγγύηση ασφαλείας που παρείχε η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας (1878). Στη φιλομόναχη πολιτική του τσάρου Αλέξανδρου Β΄ (1818-81). Στις συχνές επισκέψεις Ρώσων πριγκίπων: του Κωνσταντίνου Νικολάγεβιτς (1845), του Βίκτωρα Μπαρατίσκιν (1850), του Αλεξίου Αλεξάνδροβιτς (1867), του Κωνσταντίνου Κωνσταντίοβιτς (1881), καθώς και άλλων επισήμων. Στην εγκατάσταση τυπογραφείων στο Όρος και την εκτύπωση βιβλίων στα ρωσικά. Στον ευρύτατα διαδομένο θρύλο του Αγίου Όρους, της Σβιατάγια Γκαρά, μεταξύ των Ρώσων... Έτσι παράλληλα με την αριθμητική αύξηση του ρωσικού μοναστικού δυναμικού, αρχίζει να γιγαντώνεται κι ο πανσλαβικός επεκτατισμός, υποστηριζόμενος από αξιωματούχους της τσαρικής πολιτικής του S. Peterbourg καθώς και ορισμένους αρχιερείς της Ι. Συνόδου του Ρωσικού Πατριαρχείου. Οι αθώοι προσκυνητές που ξεκινούσαν καραβάνια από την Οντέσσα, με πόθο μοναδικό να μονάσουν στο Όρος, ασφαλώς δεν γνώριζαν πως η πολιτική της πατρίδας τους θα τους χρησιμοποιούσε ως αριθμητικές μονάδες, εξαίροντας, στην κατάλληλη ώρα, την αριθμητική υπεροχή τους. Η πολιτική λοιπόν εκείνη που απέβλεπε στην εγκατάσταση στρατιωτικοπολιτικής βάσης στον Άθω, με τις μεγάλες αποστολές χρημάτων και με την ανέγερση οικοδομικών μεγαθηρίων, που σαν πλημμυρίδα αλλοίωναν τον κλασικό αγιορείτικο οικοδομικό τύπο, οδηγούσε το ρωσικό μοναχισμό στην εκτροπή. Ο επεκτατισμός ήταν απροκάλυπτος και οι σκοποί διάφανοι. Οι ίντριγκες του Ρώσου πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη κόμη και στρατηγού Ιγνάτιεφ (1864-77), αλλά και των διαδόχων του στην πρεσβεία (όπως του A. Nelidov του I. Zinoviev του Carykof) καθώς και των εκάστοτε προξένων στη Θεσσαλονίκη, δεν είχαν τελειωμό. Οι προσπάθειες όλων απέβλεπαν στη δημογρφική αλλοίωση των κατοίκων της Χερσονήσου. Ο πρεσβευτής Ιβάν Αλεξέγιεβιτς Ζηνόβιεφ έλεγε: «ας μένουν στο Όρος Ρώσοι, κι ας είναι και διάβολοι».
Αιτία αυτού του δόγματος ήταν να καταφθάνουν εδώ ακόμα και κατάδικοι του ποινικού δικαίου, ή αγροίκοι και άγευστοι της πνευματικής ζωής, χωρίς βαθιά θρησκευτική καλλιέργεια. Η πλειονότητα των αγροίκων εκείνων που από «την πενιχράν κατάστασιν του βίου των χωρικών εν Ρωσία, ο εν Άθω μοναχικός βίος... παρίστατο δελεαστικόν ιδεώδες της επιγείου ευδαιμονίας» έδινε αφορμή σε πολλούς να ονομάζουν τον ρωσικό Άθωνα «βασίλειον των χωρικών». Αλλά και για κείνους που κυνηγούσε η δικαιοσύνη είχαν εξαπολυθεί γράμματα από εκκλησιαστικές και πολιτικές αρχές. Μια επιστολή της Ρωσικής πρεσβείας προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο κατά το 1868 κινοποιείται με δύο αλλεπάληλα πατριαρχικά γράμματα (στις 28 Απριλίου 1868 υπό Γρηγορίου ΣΤ΄ - στις 3 Νοεμβρίου 1871 υπό Ανθίμου ΣΤ΄, αντίστοιχα). Και το ρωσικό Υπουργείο Εσωτερικών εκδίδει κατά το 1879 εγκύκλιο, την οποία ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ κοινοποιεί στο Όρος. Άλλη επιστολή των νομαρχών της ρώσικης επικράτειας πάλι προς το Πατριαρχείο (Ιούλιος 1880), επισημαίνει την παρείσφρυση στο Άγιο Όρος πολλών αμόναχων ατόμων. Πολλές συνοδικές εγκύκλιοι του Πατριαρχείου Μόσχας δημοσιεύονταν στο επίσημο όργανο της ρωσικής Ι. Συνόδου «Εκκλησιαστικές Ειδήσεις». Σε μια τέτοια εγκύκλιο του 1911 αναφέρεται με γλώσσα καυτερή πως μεταξύ των Ρώσων κελλιωτών υπάρχουν θεομπαίχτες και κακόπιστοι. Η εγκύκλιος παρότρυνε «εις πόλεμον κατά των καταχρήσεών των». Οι κελλιώτες εκείνοι αυτοτιτλοφορούνται ηγούμενοι κοινοβίων (igumeni obitelei), ενώ κάποιοι δικαίοι σκητών «μανδύαν φέρουσιν αρχιερατικόν και ράβδον κρατούσι ποιμαντικήν και εν τω επισκοπικώ ίστανται θρόνω... και άλλα άλλοτε αρχιερατικά προσοικειούνται γνωρίσματα». Έτσι το Πατριαρχείο συνιστά την εφαρμογή προληπτικού ελέγχου: όσοι έρχονται να μονάσουν στο Όρος, να φέρουν ενδεικτικό του επισκόπου τους. Βέβαια οι ενέργειες των μοναχών εκείνων δεν ενθουσίαζαν ούτε τους οπαδούς του πανσλαβισμού. Επίσης κυκλοφορούσαν φήμες ότι στα αγιορειτικά σκηνώματα στεγαζόταν «το Κόκκινο και το Μαύρο» υπό κοινούς φορείς. Σε επιστολή του με ημερομηνία 6-12-1883 προς το υπουργείο Εξωτερικών, ο πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Λογοθέτης έγραφε: «... τινές των εκ Ρωσίας αφικνουμένων εις Άγιον Όρος προσκυνητών εθεάθησαν φέροντες στολήν στρατιώτου και μετ' ολίγας ημέρας μεταμορφωθέντας εις μοναχούς...». Αλλά κι από την Καβάλα ο Έλληνας υποπρόξενος Τσιμπουράκης μεταβίβαζε στο ίδιο υπουργείο την ενημέρωση που του έκανε ένας πρώην καϊμακάμης του Αγίου Όρους (επιστολή της 21-9-1884): στη Σκήτη Σεράι «ευρίσκεται Ρώσος αξιωματικός, όστις κατά την στέψιν του αυτοκράτορος ανεχώρησεν εις Ρωσίαν μετά του ηγουμένου της Σκήτης... υποθέτει δε (ο καϊμακάμης), σχεδόν μετά βεβαιότητος, ότι αυτός δεν ήταν ο μόνος εκεί Ρώσος αξιωματικός. (είδε ακόμα, σε άλλο κτίσμα) να σκάπτωσι βαθέα υπόγεια, δι' α συνέλαβεν υπονοίας ότι θα χρησιμεύσωσιν ως οπλοθήκαι». Οι πολιτικοί της Ρωσίας θεωρούσαν πως, ότι δεν μπορεί να κατορθώσει η στρατιωτική στολή, κατορθώνει το ράσο.
Παράλληλα οι πανσλαβιστές επεμβαίνουν και στα εσωτερικά άλλων Μονών. Με προσπάθειες του στρατηγού και ακαδημαϊκού Πέτρου Σεβαστιάνοφ παύεται ο ηγούμενος της Κουτλουμουσίου Ιωάσαφ, το 1860, και αντικαθίσταται με άλλον της αρεσκείας του. Το ίδιο θα συμβεί μετά 15ετία στη Μονή Ρωσικού, δια του Ιγνάτιεφ. Οι φορούμενοι από την ιδέα του πανσλαβισμού προσδιόριζαν κυρίαρχο της ιδεολογίας τους, επί των λοιπών σλαβικών κρατών, τη Ρωσία. Και όλοι, κατά κανόνα, ήταν ανθέλληνες (πρώτιστα ο ιδρυτής της πανσλαβιστικής θεωρίας J. Krizanic), διότι διεκδικούσαν, εκτός από τα εθνικά, και θρησκευτικά πρωτεία. Έτσι, θεωρώντας τον Ελληνισμό εμπόδιο στην κατάκτηση των δεύτερων, γίνονται εχθροί του. Ο διευθυντής της Ρωσικής Παλαιστινιακής Εταιρείας Β. Χιτροβό εκδηλώνεται αναφανδόν κατά του Ελληνισμού, γινόμενος αίτιος, με το μίσος του εκείνο, να προσχωρούν πολλοί στον παπισμό. Το ίδιο και ο Ανδρέας Μουράβιεφ. Ο Μανσούροφ, γραμματέας της Ρωσικής Πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, χαρακτήριζε βλαβερή την προσάρτηση του Άθωνα στην Ελλάδα και ευχόταν «την επαναφορά αυτού υπό την κυριαρχίαν της Τουρκίας»!  Ο Γουτσκόφ, δήμαρχος Μόσχας και θερμός φιλέλληνας, όταν έμαθε πως ο ελληνικός στρατός προέλαυνε πέρα από τη Θεσσαλονίκη, άρχισε να εύχεται την ήττα του...
Τα βιβλία της εποχής εκείνης, τα γραμμένα από Ρώσους, που διαπραγματεύονται περί Αγίου Όρους είναι μεροληπτικά και αυτάρεσκα. Γι' αυτά δεν αναγνωρίζεται καμιά εθνότητα στο Όρος, εκτός της ρωσικής. Στις ελληνικές Μονές «είναι όλα σκοτεινά και τραχιά» ενώ στη Μονή Ρωσικού «όλα πάντοτε είναι γιορτινά, πολύ ωραία και χαρωπά. Εδώ τα πολλά φώτα, εδώ η ωραιότης των ύμνων...». Οι Έλληνες μοναχοί γενικά ονομάζονται greki inoki (ελληνοκαλόγεροι), εμπαικτικά. Όμως, αυτοί οι τελευταίοι αντιλαμβάνονταν, εκτός, βέβαια, από εκείνους που εξαγοράστηκαν με ρούβλια, πως ο μοναχισμός αυτού του τύπου δεν ήταν της ποιότητας των ευσεβών Ρώσων και των μεγάλων Πατέρων του ρωσικού μοναχισμού (Αντώνιου Πατσέρσκιι, Νείλου Σόρσκιι, Παϊσιου Βελιτσκόφσκι κ.ά.). Σ' αυτούς εδώ δεν διακρινόταν το κλασικό ρωσικό ήθος: «το καλόγνωμον αυτών  (των Ρώσων) και ζέσις και αγάπη και διάθεσις» προς την Παναγιορειτική αδελφότητα. Μια θλιβερή καρικατούρα, μια μαριονέτα στα χέρια των πολιτικών της Πετρούπολης ήταν ο πανσλαβιστικός μοναχισμός του Όρους.
Η πλειονότητα των Ρώσων όμως δεν μπορούσε να δεχτεί τις παράλογες αξιώσεις των πανσλαβιστών. Ο φιλέλληνας αρχιμανδρίτης Αντωνίνος Καπούστιν διακήρυττε τη χρησιμότητα της ειρηνικής συνύπαρξης των δύο εθνοτήτων στον Άθω. Έγραφε (Ιούνιος 1859): «Η συνύπαρξη των Ελλήνων και των Ρώσων στο Άγιο Όρος είναι χρήσιμη για το ρωσικό μοναχισμό στο σύνολό του και δεν μπορεί να αντικατασταθεί με τίποτε. Αυτή η συνύπαρξη αποβαίνει επίσης χρήσιμη και για τον ελληνικό μοναχισμό». Κι ο πρόξενος της Ρωσίας στη Θεσσαλονίκη συγγραφέας Κωνσταντίν Λεόντιεφ θαυμαστής του Βυζαντίου και, οπωσδήποτε, όχι μανιακός του πανσλαβισμού, ο οποίος έμεινε ένα χρόνο στο Όρος (1877-78) μετέφερε στους Ρώσους τα λόγια ενός Έλληνα αρχιερέα: «... ο πανσλαβισμός για μας συνιστά έναν κίνδυνο». Δύο άντρες, ανεπηρέαστοι της δίνης εκείνης, ο πολεμικός ανταποκριτής του Russkij Slovo Μιχαηλόφκι και ο δημοσιογράφος Νικόλαος Dousnov καυτηρίαζαν τα επεκτατικά σχέδια των πανσλαβιστών στον Άθω. Τέλος, ο μεγάλος εκείνος μητροπολίτης Μόσχας Φιλάρετος Drozdov (1821-67), σε μια μεγάλης σημασίας επιστολή του προς την Ι. Σύνοδο Μόσχας, έγραφε: «Δεν πρέπει να φροντίζουμε καθόλου για την οικονομική ενίσχυση των μονών του Άθω. Τα χρήματα από τη Ρωσία, για να φτάσουν μέχρι εκεί, περνούν από τα χέρια των συλλεκτών, οι οποίοι και κατακρατούν μεγάλα ποσά. Αλλά και πολύ από το χρήμα ξοδεύεται σε επενδύσεις εικόνων με χρυσό ή άργυρο, κάτι που δεν απαιτεί η ευσέβεια. Εκτός του ότι μπορεί να προκαλέσει την απληστία των Τούρκων και των ληστών...». Ο Φιλάρετος δεν εγκρίνει ούτε τη μετάβαση των Ρώσων στον Άθω, για την οποία έβλεπε συχνά όχι αγαθά κίνητρα, ούτε την ανέγερση λαμπρών σκηνωμάτων.
Το ζήτημα θα χειριστεί με επιτυχία ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄, που χωρίς να παύει να εκφράζει το κοινό αίσθημα για τη φίλη, ομόδοξη και σύμμαχο Ρωσία (παρόλο ότι δεν λησμονήθηκαν τα Ορλωφικά), κατορθώνει να διατηρεί αναλλοίωτο το καθεστώς του Όρους. Σε δυο σπουδαίας σημασίας γράμματα προς το Άγιο Όρος (1879) μιλάει για «εκκλησιαστικήν πανωλεθρίαν του Τόπου», εξαιτίας του εποικισμού και της αγοράς αγιορειτικής γης από μοναχούς «επήλυδας και αγνώστους». Στο άλλο γράμμα του προς τη Μονή Παντοκράτορος, «μετά δικαίας θλίψεως παρατηρεί την βαθμιαίαν εξαφάνισιν και κατάργησιν του σεβαστού αυτόθι και παναρχαίου καθεστώτος και την απαλλοτρίωσιν των έτι σωζομένων αγαθών» που βρίσκονταν στα χέρια των Αγιορειτών. Το γράμμα εκείνο έστελνε στη Μονή ο Πατριάρχης εξαιτίας της παραχώρησης άδειας από τη Μονή σε πανσλαβιστές «όπως μεταποιηθεί (το κελλί Άγιος Βασίλειος στην Καψάλα) υπό νέων κατόχων εις σκήτην». Στο ίδιο γράμμα εκφράζεται η απορία γιατί η Ιερά Κοινότητα «απαθώς και αμερίμνως έχει προς ταύτα». Το ίδιο θα συμβεί, λίγα χρόνια μετά και με το εσφιγμενίτικο κελλί Άγιοι Ανάργυροι. Τη συμφωνία ακυρώνει ο Πατριάρχης Νεόφυτος (1891): «η Εκκλησία εκήρυξε την πράξιν ταύτην (την πώληση του κελλιού σε πανσλαβιστές) άκυρον και όλως ανυπόστατον».
Κέντρα πανσλαβιστικής προπαγάνδας δρούσαν στη Μονή Ρωσικού (εκεί είχε έδρα το κομιτάτο), τη Θηβαϊδα, το Σεράι, τη Χρωμίτσα. Όμως το πιο δραστήριο ήταν το έκνομο σωματείο με την επωνυμία «Ρωσική κελλιωτική αδελφότητα» (brastvo russkih obitelei na Athon). Η αδελφότητα εκείνη ιδρύθηκε το Μάιο του 1898, και είχε σκοπό την προώθηση της πανσλαβιστικής ιδέας. Έδρευε στο μεγάλο και αξιόλογο χιλιανδαρινό κελλί Άγιος Χρυσόστομος, που σήμερα κείται ερείπιο. Γέροντας της 70μελούς αδελφότητας ήταν ο ιερομόναχος Κύριλλος, από τους λογίους. Εδώ υπήρχε και μια τεράστια βιβλιοθήκη και το κελλί προέβαινε σε ποικίλες εκδόσεις. Επίτιμο μέλος του κομιτάτου Άγιος Χρυσόστομος ήταν και ο μητροπολίτης Σερβίας Μιχαήλ, που πέθανε όμως πριν να συνταχθεί το καταστατικό. Ο Μιχαήλ επηρέασε και την κυρίαρχι Μονή – τη Χιλιανταρίου – να επιτρέψει τις εθνικιστικές δραστηριότητες του κομιτάτου και να εγκρίνει τα σχέδια της μετατροπής του κελλιού εκείνου σε σκήτη. Ότι ήταν ο Μιχαήλ για τους Σέρβους, ήταν ο επίσκοπος Πενταπόλεως Νείλος, για τους Έλληνες του Όρους. Ο Νείλος προπαγάνδιζε τον πανσλαβισμό με μεγάλη δραστηριότητα. Ο ίδιος, επίσης, υποκινούσε διχαστικές τάσεις στη Ρουμάνικη Σκήτη του Προδρόμου, εναντίον της Μεγίστης Λαύρας, όπως ανέφερε ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ (1887). Ο πανσλαβισμός ευθύνεται για τη δημιουργία του Γεωργιάνικου ζητήματος και την έξαρση του βουλγάρικου εθνικισμού, καθώς και για την αντίστοιχη σκλήρυνση του ελληνικού στοιχείου στο Όρος.
Ο εθνικισμός και όλες οι συναφείς παρενέργειες καταδικάστηκαν από μεγάλη σύνοδο αρχιερέων που συγκροτήθηκε κατά το Σεπτέμβριο του 1872 στην Κωνσταντινούπολη, όπου συμμετείχαν πατριάρχες και αρχιερείς καθώς και δύο Αγιορείτες επίτροποι. Ο πανσλαβισμός στο Όρος θ' αρχίσει να παίρνει την κάτω βόλτα από το 1912, με την εμφάνιση των ονοματολατρών ενώ ταυτόχρονα εμφανίζεται η διεθνοποίηση του Όρους.
Η διεθνοποίηση του Όρους ήταν αίτημα της τσαρικής Ρωσίας, με απώτερο σκοπό να μετατραπεί η χερσόνησος σε ρωσική βάση. Οι εδώ πανσλαβιστές που έπαιρναν γραμμή από την Πετρούπολη κάνουν το σύνθημα σημαία. Οι μοναχοί των λοιπών εθνικοτήτων προτιμούν την προσάρτιση του Άθω μάλλον στην Ελλάδα, και για λόγους ιστορικούς και για λόγους δικαίου. Η Σερβία και το Μαυροβούνιο μένουν αδιάφοροι, ενώ η Βουλγαρία προτείνει να δοθεί το Όρος στη Ρουμανία, ώστε αυτή να απαλλαγεί από διεκδικήσεις της δεύτερης επί βουλγαρικών εδαφών...! Τον Άθω διεκδικούν και η Αγγλία και η Αυστρουγγαρία. Η διεθνοποίηση του Όρους, κατά τους Ρώσους διπλωμάτες και εκκλησιαστικούς, συνίστατο στο να αναγνωριστεί η Χερσόνησος έδαφος ουδέτερο, υπό την προστασία ιμπεριαλιστικών δυνάμεων: των Ρώσων και των Αγγλογάλλων, όπως συμφωνήθηκε με τη συνθήκη του Λονδίνου (Φεβρουάριος 1913). Συνιστούσαν, για τα προσχήματα, να γίνει μεταξύ των Αγιορειτών δημοψήφισμα ονομαστικό (ονομαστικό, διότι υπερτερούσαν αριθμητικά με την τεχνητή αλλοίωση που επέφεραν στον πληθυσμό). Όμως η Παναγιορειτική αδελφότητα εγείρεται σύσσωμη εναντίον της πολιτικής εκείνης που απέβλεπε στην εξασφάλιση ξένων προς το μοναστικό πνεύμα σκοπών και επιδιώξεων. Η θαρραλέα και εμψυχωμένη αντίσταση των Αγιορειτών θα δικαιωθεί. Μετά 9μηνο από τη συνθήκη του Λονδίνου, πραγματοποιείται η πρεσβευτική διάσκεψη, πάλι στο Λονδίνο (Νοέμβριος 1913) που ορίζει, το Άγιο Όρος «να έχει αυτονομία ανεξάρτητη και ουδέτερη». Η φράση αυτή, παρόλο που δεν δίνει πλήρες διάγραμμα του καθεστώτος της Χερσονήσου, δεν επιτρέπει όμως να εφαρμοστούν ανεμπόδιστα τα επεκτατικά σχέδια.
Οι συντάκτες της παραπάνω φράσης εξέφραζαν το αίτημα των Ρώσων κελλιωτών και να, πως. Κατά τις 12 Μαΐου 1913 Ρώσοι κελλιώτες συντάσσουν υπόμνημα που το στέλνουν στη συνδιάσκεψη των ξένων πρεσβευτών. Το υπόμνημα εκείνο ήταν υποβολιμαίο σ' αυτούς από τον Παύλο Mansourof, υπάλληλο του Συνοδικού Γραφείου Μόσχας και πρώην γραμματέα της Ρωσικής Πρεσβείας Κωνσταντινούπολης, και το Μπόρις Serafimof, τμηματάρχη επί των εκκλησιαστικών της ίδιας Πρεσβείας. Στο κείμενο υπήρχαν και δίκαια αιτήματα, κυρίως εκείνα που αφορούσαν τις σχέσεις των κελλιών με τις Μονές: αυτοτέλεια των κελλιών, εσωτερική αυτοδιοίκηση, σύνταξη κώδικα νόμων, διάκριση των ποινικών από τα πνευματικά επιτίμια. Πίσω όμως από τα δίκαια εκείνα αιτήματα, που ήταν ενδοαγιορειτικά και δεν συγκινούσαν τους συνέδρους της συνδιάσκεψης, προβαλλόταν το αίτημα, όπως η Χερσόνησος αναγνωριστεί ως έδαφος ουδέτερο υπό την προστασία Ρωσίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Σερβίας, Μαυροβουνίου και Ελλάδας. Εναντίον των Ρώσων κελλιωτών ξεσηκώθηκε σύνολος ο αγιορείτικος πληθυσμός, σε κάποια στιγμή και η Μονή Ρωσικού. Αλλά και το ήθος τους δεν τους έκανε πιστευτούς. Μ' αυτούς είχε ασχοληθεί και η Ιερά Κοινότητα και το Πατριαρχείο και η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας. Λοιπόν οι 20 αντιπρόσωποι (και ο Ρωσικού) συντάσσουν μακροσκελές υπόμνημα (19 Αυγούστου 1913) προς τον Έντουαρντ Gray, πρόεδρο της συνδιάσκεψης των πρεσβευτών του Λονδίνου, με το οποίο αποκαλύπτουν και επισημαίνουν την εκτροπή των κελλιωτών. Το ιεροκοινοτικό κείμενο ορίζει: «η πρότασις της συγκυριαρχίας, κατά τας σχετικάς διατάξεις του διεθνούς δικαίου, εστί παράνομος και συνεπώς απαράδεκτος, ως παραβιάζουσα την κυριαρχίαν της Ελλάδος...». Τη Χερσόνησο «κατέκτησε δια του αίματος των τέκνων αυτής» η Ελλάδα κι επομένως ανήκει δικαιωματικά σ' αυτήν.
Ήδη με την αντίσταση του συνόλου σχεδόν του Αγιορειτικού κόσμου και λίγες μέρες πριν δημοσιευτεί το υπόμνημα των 20 Μονών, γίνεται η συνθήκη του Βουκουρεστίου (Ιούλιος 1913), με την οποία καθορίζονται τα εδαφικά όρια των βαλκανικών κρατών και αναγνωρίζεται η ελληνική κυριότητα επί του Άθω. στη διάσκεψη εκείνη συμμετείχαν τα βαλκανικά κράτη: Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία, Μαυροβούνιο. Τέλος στις 3 Οκτωβρίου η Έκτακτος Ιερά Σύναξις των καθηγουμένων και των αντιπροσώπων των 19 Μονών (η Μ. Ρωσικού απήχε) συντάσσουν  το περίφημο Ψήφισμα στο οποίο διακηρύσσεται σε 10 άρθρα η «αΐδιος ευγνωμοσύνη» των Μονών προς τις νικητήριες ελληνικές δυνάμεις και, παράλληλα, αποκρούεται «εντόνως ως ολεθρία δια την περαιτέρω εξέλιξιν του μοναχικού βίου εν Αγίω Όρει η ιδέα της διεθνοποιήσεως, ή ουδετεροποιήσεως, ή συγκυριαρχίας, ή συμπροστασίας, ή όπως άλλως ήθελέ τις ονομάσει την τάσιν» αυτήν. Το Ψήφισμα καλεί τις κυβερνήσεις των Ορθοδόξων κρατών «αλλά και ικετεύει αυτάς» να αναγνωρίσουν την κυριαρχία «του Ελληνικού Βασιλείου». Αλλιώς, προειδοποιεί, κάθε αντίθετη απόφαση «θέλει συναντήσει, εν τη εφαρμογή αυτής, ενασκούμενον το δικαίωμα της υπέρ ιερών και οσίων αμύνης». Η τελευταία φράση έδειχνε καθαρά την απόφαση των Αγιορειτών να τα παίξουν όλα για όλα, όπως φαινόταν κι από άλλη σύγχρονη εγκύκλιο της Ιεράς Κοινότητας (24 Σεπτεμβρίου 1913): «...ρίπτοντες, κατά το δη λεγόμενον, τον περί όλων κύβον» εναντίον εκείνου «όστις ήθελεν αποπειραθεί να αποβιβασθή εν τω Ιερώ ημών Τόπω με σκοπόν διεθνοποιήσεως αυτού». Στο μεταξύ η ρωσική διπλωματία έχει μεταφέρει το παιχνίδι της σ' άλλο ταμπλό: στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Έτσι οι πληροφορίες που έφταναν στο Όρος μιλούσαν για υιοθέτηση των ρωσικών αξιώσεων από το Πατριαρχείο. Όμως η Ιερά Κοινότητα δηλώνει ρητά στο Πατριαρχείο «ότι ουδεμίαν λύσιν του Αγιορειτικού ζητήματος θα αποδέχετο γενησομένην εν αγνοία της». Η έξαψη διέτρεχε όλη τη Χερσόνησο και όλοι «προέβλεπαν γεγονότα αδήλου εκτάσεως και απροσδιορίστου επιπτώσεως δια τε το παρόν και το μέλλον» του Αγίου Όρους. Κατά τις αρχές Φεβρουαρίου του 1913, 5μελής επιτροπή Αγιορειτών αντιπροσώπων μεταβαίνει στην Αθήνα, όπου τους υποδέχεται ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και, στη συνέχεια, ο πρωθυπουργός Ελ. Βενιζέλος καθώς και ο αρχιεπίσκοπος (τότε μητροπολίτης) Θεόκλητος. Πολύς λαός επευφημούσε την αντιπροσωπία και έδειχνε διάθεση «ως εθελοντής να πολεμήση παρά το πλευρόν» των Αγιορειτών. Επίσης οι καθηγητές Μ. Χατζηδάκης και Π. Καρολίδης συγχάρηκαν «πάσαν την Αγιορειτικήν χορείαν επί τη ανδρική στάσει, ην εν τω ζητήματι τούτω επεδείξατο». Το Άγιο Όρος, όλα πείθουν, θα μείνει στην Ελλάδα. Σε λίγο θα ξεσπάσει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (1914), ύστερα η Ρωσική Επανάσταση (1917) και, στη συνέχεια, ο ελληνοτουρκικός πόλεμος (1921-22), που αποβαίνουν ανανεωμένες αιτίες να ναυαγούν τα σχέδια της διεθνοποίησης. Οι επόμενες συνθήκες, του Νεϊγύ (27 Νοεμβρίου 1919) και των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920) κάνουν μνεία του Άθωνα. Επίσης και στη συνθήκη της Λωζάνης, μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας (Ιούλιος 1923), αναγνωρίζεται de jure η κυριαρχία τιυ Ελληνικού κράτους επί του Αγίου Όρους. Στο άρθρο 13 της συνθήκης αυτής ορίζεται πως η Ελλάδα υποχρεούται να αναγνωρίσει και διατηρήσει τα δικαιώματα και ελευθερίες των μη ελληνικών κοινοτήτων του Αγίου Όρους, σύμφωνα με το άρθρο 62 της συνθήκης του Βερολίνου του 1878.
Το Ρωσικό κράτος με τη μπολσεβικική επανάσταση του 1917 παύει κάθε υποστήριξη προς τους Αγιορείτες πανσλαβιστές. Αυτό, πλέον, τους επιτρέπει να αντιληφθούν πως όλα ήταν μια φενάκη. Το μεγαλοϊδεατισμό των πανσλαβιστών θα συνεχίσουν να ενισχύουν, μόνο ηθικά, οι υπό τον Αναστάσιο Ρώσοι μητροπολίτες – φυγάδες στο Κάρλοβιτς. Η πτώση του τσαρικού καθεστώτος φέρνει σε επίγνωση τους πανσλαβιστές. Συνέρχονται και ζητούν να φιλιωθούν με τους μοναχούς των άλλων εθνικοτήτων. Και αρχίζουν όλα να τοποθετούνται σε ευαγγελικές βάσεις. 
Δωροθέου Μοναχού, 
ΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ Μύηση στην Ιστορία του και τη Ζωή του,
Τόμος Α΄, σς 183-191
 εκδ. ΤΕΡΤΙΟΣ, Κατερίνη 1986